Μια φορά, στην ανατολική καστρόπορτα μιας τρανής πολιτείας ήταν ένας μαρμαρένιος θρόνος·
στο θρόνο αυτόν κάθησαν χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο δεξιό μάτι , χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο ζερβό μάτι , χίλιοι βασιλιάδες που έβλεπαν και με τα δυό τους μάτια - όλοι φώναζαν το Θεό να προβάλει να τον δούνε , μα όλοι κατέβηκαν στο μνήμα, χωρίς να τον δουν...
Και ήρθε, σαν έφυγαν οι βασιλιάδες, ένας φτωχός άνθρωπος, ξυπόλητος και πεινασμένος, και κάθισε:
«Θεέ μου» μουρμούρισε, «τα μάτια του ανθρώπου δεν αντέχουν να αντικρίσουν τον ήλιο, τυφλώνεται πως να μπορέσουν το λοιπόν να αντικρίσουν εσένα, Παντοδύναμε;
Λυπήσου, Κύριε, γλύκανε τη δύναμή σου, χαμήλωσε τη λάμψη σου, για να μπορέσω κι εγώ ο φτωχός και ανάπηρος να σε δω!»
Και τότε άκου! γίνηκε ο Θεός ένα κομμάτι ψωμί,
στο θρόνο αυτόν κάθησαν χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο δεξιό μάτι , χίλιοι βασιλιάδες τυφλοί στο ζερβό μάτι , χίλιοι βασιλιάδες που έβλεπαν και με τα δυό τους μάτια - όλοι φώναζαν το Θεό να προβάλει να τον δούνε , μα όλοι κατέβηκαν στο μνήμα, χωρίς να τον δουν...
Και ήρθε, σαν έφυγαν οι βασιλιάδες, ένας φτωχός άνθρωπος, ξυπόλητος και πεινασμένος, και κάθισε:
«Θεέ μου» μουρμούρισε, «τα μάτια του ανθρώπου δεν αντέχουν να αντικρίσουν τον ήλιο, τυφλώνεται πως να μπορέσουν το λοιπόν να αντικρίσουν εσένα, Παντοδύναμε;
Λυπήσου, Κύριε, γλύκανε τη δύναμή σου, χαμήλωσε τη λάμψη σου, για να μπορέσω κι εγώ ο φτωχός και ανάπηρος να σε δω!»
Και τότε άκου! γίνηκε ο Θεός ένα κομμάτι ψωμί,
μια κούπα δροσερό νερό,
ένα ρούχο ζεστό,
μια καλύβα ,
και μια γυναίκα μπροστά απ' την καλύβα που βύζαινε ένα μωρό.
και μια γυναίκα μπροστά απ' την καλύβα που βύζαινε ένα μωρό.
Και ο φτωχός άπλωσε τις αγκάλες, χαμογέλασε ευτυχισμένος:
« Ευχαριστώ σε, Κύριε », μουρμούρισε
«ταπεινώθηκες για το χατήρι μου,
γίνηκες ψωμί, νερό, ρούχο ζεστό,
γυναίκα και γιος μου, για να σε δω ,
και σε είδα ...
και σε είδα ...
Σκύβω και προσκυνώ το πολυπρόσωπό Σου πρόσωπο, Το Αγαπημένο ! »
Νίκος Καζαντζάκης
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου