...
Όπως ο Ζακχαίος, πρέπει ο καθένας μας ν΄ ανεβεί σ' ένα δέντρο, για να μπορέσουμε να δούμε Τον Κύριο !
Αρκεί να δείξουμε την καλή μας διάθεση , τον πόθο μας να πλησιάσουμε Τον Χριστό , και ο ίδιος ο Κύριος είναι έτοιμος να έρθει κοντά μας , και να ζητήσει να φιλοξενηθεί στην καρδιά μας !
«Σπεύσας κατάβηθι», δηλαδή ταπεινώσου· είπε τότε στο Ζακχαίο , και το ίδιο λέει και σε μας σήμερα .
«σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείνε»
Στη λέξη οίκος πρέπει να δοθεί το νόημα, καρδιά. Βέβαια, λέει ο Κύριος, ανέβηκες ψηλά στο δέντρο και υπερνίκησες μερικές από τις γήινες επιθυμίες σου, γιατί ήθελες να με δεις, δηλαδή, ήθελες να μπορείς να με βλέπεις όταν εγώ ερχόμουν στην καρδιά σου, άλλα βιάσου τώρα να κατεβείς για να ταπεινωθείς, γιατί δεν πρέπει να στέκεσαι τόσο ψηλά και να νομίζεις, πώς είσαι καλύτερος από τους άλλους. Και, όπως γνωρίζεις, εγώ κατοικώ στις ταπεινές καρδιές. «Και σπεύσας κατέβη και υπεδέξατο αυτόν χαίρων»
Ο Ζακχαίος γνώριζε, ότι η καρδιά, που υποδεχόταν τον Κύριο, έπρεπε να αδειάσει από οτιδήποτε άλλο. Έπρεπε να θυσιάσει όλα τα αθέμιτα πλούτη πού είχε αποκτήσει. Γιατί το να είναι κανείς πλούσιος σε υλικά αγαθά, είναι σαν να είναι φτωχός σε πνευματικά αγαθά.
Όσο λιγότερα έχεις τόσο πιο απλός γίνεται ο τρόπος της ζωής σου. Όταν πετάξεις από πάνω σου ό,τι περιττό έχεις, συγκεντρώνεται η καρδιά σου στον πυρήνα της. Εκεί είναι και ο δρόμος που οδηγεί στη βασιλεία του Θεού.
Με τον τρόπο αυτό γίνεται και η προσευχή πιο απλή। Και η προσευχή οδηγεί τον άνθρωπο σε μια αυτοσυγκέντρωση γύρω από τον πυρήνα της καρδιάς του. Εκεί στα βάθη της καρδιάς μονάχα ανακαλύπτει ότι είναι το πιο αναγκαίο: την προσευχή της εκζήτησης του θείου ελέους.
Με την πνευματική εργασία, που κάνει, αυξάνει την πίστη του (Λουκά ιζ' 5) και με την προσευχή του αυξάνει τις πνευματικές του δυνάμεις. Έτσι η προσευχή και η εργασία ζουν το ένα από το άλλο, ώσπου γίνονται ένα. Η εργασία του γίνεται προσευχή και η προσευχή εργασία. Αυτό ονομάζουν οι άγιοι πνευματική δραστηριότητα, καρδιακή προσευχή.
,
Πηγή: Τίτο Κολλιάντερ, Ο δρόμος των ασκητών, εκδ. «Ακρίτας»
,