Κύριε, ἡ γυναίκα πού ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες, ἔνιωσε ξαφνικά στά πόδια σου τό μυστήριο τῆς θεότητάς σου.
Εἶδε στόν Υἱό τῆς Παρθένου νά κρύβεται ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατέβηκε στή γῆ νά διακονήσει τόν πεσόντα στήν ἁμαρτία ἄνθρωπο, νά τόν σώσει ἀπό τή δυνάστευση τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί νά τόν ὁδηγήσει πίσω στόν παράδεισο τῆς χαρᾶς καί τῆς τρυφῆς.
Ἄνοιξε ἀμέσως τήν καρδιά της στό Θεό, γιατί κατάλαβε ὅτι αὐτή εἶναι τό πρόβατο, πού ξεστράτησε ἀπό τή μάντρα τοῦ οὐρανοῦ, τό ὁποῖο ἦλθε στή γῆ νά βρεῖ καί νά σώσει ὁ στοργικότατος ποιμένας.
Εἶδε στόν Υἱό τῆς Παρθένου νά κρύβεται ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατέβηκε στή γῆ νά διακονήσει τόν πεσόντα στήν ἁμαρτία ἄνθρωπο, νά τόν σώσει ἀπό τή δυνάστευση τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί νά τόν ὁδηγήσει πίσω στόν παράδεισο τῆς χαρᾶς καί τῆς τρυφῆς.
Ἄνοιξε ἀμέσως τήν καρδιά της στό Θεό, γιατί κατάλαβε ὅτι αὐτή εἶναι τό πρόβατο, πού ξεστράτησε ἀπό τή μάντρα τοῦ οὐρανοῦ, τό ὁποῖο ἦλθε στή γῆ νά βρεῖ καί νά σώσει ὁ στοργικότατος ποιμένας.
Πῆρε τάξη μυροφόρου, ὅπως ἔκαναν κατόπιν οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες καί μαθήτριες τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖες ἀκολούθησαν τό νεκρό Διδάσκαλο στό μνῆμα, γιά νά μυρίσουν τό πανακήρατο σῶμα του. Ἔτσι κι αὐτή, μέ κλάματα, πρίν ἀκόμα ἐνταφιαστεῖ ὁ Χριστός προσφέρει μύρα ἀγάπης καί ἀφοσιώσεως στό ζωντανό σῶμα του, στήν οἰκία Σίμωνα τοῦ φαρισαίου.
Ἀλίμονο ἔκραζε· Τί ἐπιχειρῶ, νά κάνω ἐγώ πού ζῶ σέ μιά βαθιά σκοτεινή νύχτα, ἀπό τήν ὁποία ἀπουσιάζει τό φῶς τῆς σελήνης, μιά νύχτα ντυμένη στά σκοτάδια τῆς παρανομίας πού κεντρίζει τό σῶμα μου οἶστρος τῆς ἀκολασίας καί πυρώνει τήν καρδία μου ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας;
Ἀλίμονο ἔκραζε· Τί ἐπιχειρῶ, νά κάνω ἐγώ πού ζῶ σέ μιά βαθιά σκοτεινή νύχτα, ἀπό τήν ὁποία ἀπουσιάζει τό φῶς τῆς σελήνης, μιά νύχτα ντυμένη στά σκοτάδια τῆς παρανομίας πού κεντρίζει τό σῶμα μου οἶστρος τῆς ἀκολασίας καί πυρώνει τήν καρδία μου ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας;
Ναί, Κύριε, δέν μπορῶ ἐγώ, ἡ ἀκάθαρτη, νά διακονήσω ἐσένα τόν καθαρότατο Κύριο τῆς δόξης. Κι ὅμως, Κύριε, τολμῶ νά τό κάνω, γιατί ξέρω ὅτι ἀγαπᾶς τούς ἁμαρτωλούς, ἡ μετάνοια τῶν ὁποίων λυγίζει τήν ἄπειρη εὐσπλαχνία σου, νικᾶ τήν ἀγαθοσύνη καί τό μέγα σου ἔλεος.
Εἶμαι δική σου τώρα, Σωτήρα μου, ἦλθες καί μέ πῆρες ἀπό τά καταγώγιά μου γιά νά μ᾽ ἀνεβάσεις στή θεία δόξα σου. Δέξε, λοιπόν, τίς πηγές τῶν δακρύων μου, ἐσύ, ὁ παντοδύναμος Θεός, πού τά νερά τῆς θάλασσας τά ἀνυψώνεις καί τά κάνεις σύννεφα.
Λύγισε στούς στεναγμούς, πού βγαίνουν ἀπό τήν πληγωμένη καρδιά μου σάν φωτιά μετάνοιας, ἐσύ ὁ Θεός μου πού, γιά νά μέ σώσεις, λύγισες τούς οὐρανούς μέ τήν ἄφατή σου κένωση, μπαίνοντας στό δικό της κόσμο τῆς ταπείνωσης, τῆς φτώχιας καί τοῦ μαρτυρικοῦ πόνου.
Κι ἐγώ, Κύριε, ἕνα τιποτένιο πλάσμα, πού δέν μπορῶ ν᾽ ἀνταποκριθῶ στό ὕψος τῆς ἀγάπης σου, θά κάνω ἐκεῖνο πού μπορῶ: Θά καταφιλήσω τά ἄχραντα πόδια σου, τά πόδια σου, τά ὁποῖα μέ κυνηγᾶγε νά μέ σώσουν, θά τά σκουπίσω μέ τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς μου.
Θά φιλήσω τά ἴδια ἐκεῖνα πόδια, πού ἄκουσε ἡ Εὔα τό δειλινό στόν παράδεισο, ὅταν κατέβαινες ἐκεῖ νά συνομιλήσεις μαζί της. Ἐκείνη, ὅμως, ἔχοντας ἔνοχη τή συνείδηση ἀπό τήν παρακοή στό πρόσταγμά σου, κρύφτηκε ἀπό φόβο γιά νά μή σέ ἀτενίσει. Ἐγώ ὅμως ἀγαπῶ τά πόδια σου καί τά πνίγω στά φιλιά μου.
Ποιός μπορεῖ τάχα, Σωτήρα μου, νά μετρήσει τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μου καί νά ἐξιχνιάσει τήν ἄβυσσο τῶν κρίσεων σου; Κανένας, Κύριε, ἀπό τά πλάσματά σου. Ἐσύ μονάχα γνωρίζεις τίς ἄπειρες βουλές σου. Γι᾽ αὐτό μήν παραβλέψεις τήν κάκωση καί τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου, ἐσύ πού ἔχεις ἀμέτρητο ἔλεος καί ἀγαθοσύνη ἀπύθμενη!