Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Τα παιδιά της Συρίας



Της Νικολέττας Γεωργίου
Φιλόλογου
Είδα ξανά αυτές τις φωτογραφίες… Άκουσα… Ήταν οδυνηρό… Τα μάτια μου βούρκωσαν… Είχε καιρό να βουρκώσουν γι’ αυτό το ίδιο θέμα… Είχα επιλέξει να μην ακούω και να μην βλέπω… Γιατί πάντα βούρκωνα… Επέλεξα να μην βλέπω… Επέλεξα να κλείσω τα μάτια και τα αυτιά μου… Να τυλιχτώ με την ασπίδα προστασίας μου… Επέλεξα να μην ξέρω πολλά… Τυχαία τώρα ξαναείδα και ξανάκουσα… Ξανάνιωσα… Πολλά… Τα μάτια μου είναι βουρκωμένα… Είμαι πολύ λυπημένη… Είμαι βαθιά λυπημένη… Πιο λυπημένη από κάθε άλλη φορά… Θέλω να σταματήσω τη γη και να κατέβω… Θέλω να φύγω… Θέλω να εξαφανιστώ από αυτόν τον κόσμο… Θέλω να φωνάξω όσο δυνατά μπορώ, με όλες μου τις δυνάμεις, με όση λαλιά μου έδωσε ο Θεός, “Φτάνει! Φτάνει!”. Ένα “Φτάνει!” που με βασανίζει εδώ και καιρό… Που με πνίγει… Που με σκοτώνει, βασανιστικά και σκληρά… Ένα “Φτάνει!” που με βασανίζει κάθε φορά που βλέπω τις φωτογραφίες από όλα αυτά τα παιδάκια που κλαίνε και πονούν… Αυτές οι φωτογραφίες με πνίγουν… Αυτό το κλάμα με πνίγει… Αυτά τα ματάκια, τα δακρυσμένα… Με κάνουν να θέλω να ουρλιάξω… Με κάνουν να κλαίω και να πονώ… Δεν πονώ όπως πονούν αυτά… Δεν κλαίω όσο και όπως κλαίνε αυτά… Δεν έχω καν το δικαίωμα να συγκρίνω τον πόνο μου με τον πόνο τους… Ούτε το κλάμα μου με το κλάμα τους… Ούτε το βούρκωμά μου με τη δυστυχία τους… Γιατί, Θεέ μου; Γιατί αυτή η τραγωδία; Γιατί αυτό το αιματοκύλισμα; Γιατί αυτή η αιματοχυσία; Γιατί αυτός ο πόνος όλος; γιατί τόση δυστυχία; Γιατί τόσες χαμένες ζωές; Γιατί τόσα δάκρυα; Είναι μωράκια… Μωράκια… Αγνές ψυχούλες… Αθώα ματάκια… Είναι παιδιά… Παιδιά σαν κι εμάς… Ήθελαν να παίξουν, όπως παίζουμε εμείς… Ήθελαν να γελάσουν, όπως γελάμε εμείς… Ήθελαν να πάνε σχολείο, όπως πάμε εμείς… Ήθελαν να ερωτευτούν, να κάνουν όνειρα, να μεγαλώσουν, να, να, να… όπως εμείς… όπως εμάς… Θα ζούσαν, όπως εμείς… Είναι θαύματα, όπως θαύμα είναι η ζωή κάθε παιδιού… Γεννήθηκαν από μάνες, όπως γεννηθήκαμε κι εμείς… Τι είχαν λιγότερο από εμάς; Τι στερούνταν σε σχέση με εμάς; Σε τι υστερούσαν; Σε τι φταίξανε; Τι κλέψανε; Τι απειλούν; Γιατί τιμωρούνται; Είναι παιδιά. ΠΑΙΔΙΑ. Αθώες ψυχούλες, αγνές ζωούλες… Κλαίνε και πονούν… Τα ματάκια τους κλαίνε… Οι ψυχούλες τους πονούν… Δακρύζουν… Ουρλιάζουν… Θα ήθελα να έτρεχα σε ένα λιβάδι. Μαζί τους… Να έπαιζαν και να γελούσαν… Να μην φοβούνταν άλλο πια. Να μην έκλαιγαν… Να μην πονούσαν… Να ήταν ευτυχισμένα και χαρούμενα! Αληθινά χαρούμενα! Πόσο όμορφο θα ήταν… Πόσο ουτοπικό θα ήταν… Θέλω να κατέβω… Δεν θέλω να λέγομαι άνθρωπος… Δεν είμαι άνθρωπος, αν αυτοί, που προκαλούν όλα αυτά, είναι άνθρωποι… Δεν θέλω να ανήκω σε τέτοια ανθρωπότητα. Ποια ανθρωπότητα; Ποιος ανθρωπισμός; Ποιες οργανώσεις; Ποιοι ανθρωπιστικοί οργανισμοί; Ποια βοήθεια; Ντρέπομαι. Ντρέπομαι… Θέλω να ουρλιάξω, να κλάψω, να κρυφτώ… ΝΑ εξαφανιστώ… Να μην βλέπω, να μην ακούω, να μην ξέρω… Θέλω να σταματήσει όλο αυτό… Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό… Γιατί είμαστε αμέτοχοι; Γιατί παρακολουθούμε ατάραχοι; Γιατί δεν κάνουμε κάτι; Γιατί δεν γίνεται κάτι; Γιατί, Θεέ μου, το επιτρέπεις αυτό; Πού είσαι; Τώρα που σε χρειαζόμαστε πραγματικά, πού είσαι; Λείπεις, όπως λείπουμε κι εμείς… Θέλω να σταματήσει… Θέλω να ουρλιάξω… Να κλάψω… Να θρηνήσω… Να πάρω τον πόνο τους, να σφουγγίσω το δάκρυ τους, να κλάψω δίπλα τους… Μαζί τους… Και μετά να πάψουν να κλαίνε, να πάψουν να φοβούνται… Να δω τα ματάκια τους να λάμπουν… Να τα δω να τρέχουν στο λιβάδι, να παίζουν και να γελούν… Να μην ξανακούσω… Να πάψω να βλέπω αίμα και δάκρυ… Να μην ξαναδώ τον τρόμο και τον φόβο στα πρόσωπά τους… Να μην πνίγομαι… Θέλω να σταματήσω τη γη και να κατέβω… Δεν θέλω να λέγομαι άνθρωπος… Δεν θέλω να είμαι μέρος αυτής της παράνοιας… Δεν θέλω… Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να ηρεμήσω… Όλα καλά. Είμαι στη Λευκωσία, στο σπίτι μου, με τους φίλους και την οικογένειά μου… Όλα καλά. Όλα ήρεμα. Όλα ζεστά… Ηρεμία… Ησυχία… Όχι… ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ! Αυτή η εκκωφαντική ησυχία, αυτή η πλασματική ηρεμία… Όλα ψεύτικα. Όλα κίβδηλα. Όλα νόθα. Δεν είμαι ήρεμη. Ουρλιάζω. Ποια ησυχία; Ποια ηρεμία; Αν κάνεις ησυχία, ακούς το κλάμα τους… Αν κλείσεις τα μάτια σου, βλέπεις το αίμα τους, τα δάκρυά τους… Αν μυρίσεις, αναπνέεις τη σκόνη που αναπνέουν, τα χημικά που εισπνέουν… Πνίγεσαι… Πνίγεσαι… Πονάς… Κλαις… Παρακαλείς να μην είναι αλήθεια… Δεν είναι αλήθεια… Όχι… ΟΧΙ! Όλα καλά. Είσαι στην Κύπρο… Όλα καλά… Δεν συμβαίνει εδώ… Είσαι απλά επηρεασμένος… Λυπημένος… Βαθιά λυπημένος… Γιατί είναι παιδιά… Γιατί πονούν και κλαίνε… Γιατί φοβούνται… Όλα θα πάνε καλά… Θα τελειώσει γρήγορα… Δεν θα κλάψουν άλλα ματάκια, δεν θα πονέσουν άλλες ψυχούλες, δεν θα χαθούν άλλες ζωούλες… Υπάρχεις, Θεέ μου, σωστά; Σιωπή… Σιωπώ… Θα κλάψω μέσα μου… Τι είναι το δάκρυ το δικό μου μπροστά στα δικά τους; Τι είμαι εγώ μπροστά τους; Ένα τίποτα… Ένα μηδενικό τα πάντα μου μπροστά στα όνειρά τους… Ένα μηδενικό η ύπαρξή μου μπροστά στον πόνο τους… Ασήμαντη η κραυγή μου, ασήμαντη κι η σιωπή μου… Αν κλάψω κι άλλο, αν ουρλιάξω κι άλλο, τι; Τίποτα… Θέλω να κατέβω… Θέλω να τρέξω στο λιβάδι μαζί τους… Πρέπει να ψάξω το λιβάδι… Να είναι ένα λιβάδι με παπαρούνες… Κόκκινες… Ένα λιβάδι με τριαντάφυλλα, βιολέτες και ηλιοτρόπια… Θα παίζουμε και αυτά θα τρέχουν και θα γελάνε… Θα είναι χαρούμενα… Ευτυχισμένα… Αν πάψω να πιστεύω στο όνειρο, θα τρελαθώ… Αν δεν ψάξω γι’ αυτή την ουτοπία, θα πνιγώ… Αν σωπάσω, θα είμαι συνυπεύθυνη… Αν συνεχίσω να τα βλέπω να κλαίνε, θα είμαι το ίδιο εγκληματίας με αυτούς που τα πληγώνουν, που τα σκοτώνουν, που τα τσαλαπατούν, που τα ρημάζουν… Αν πάψω να στεναχωριέμαι, θα έχω μοιάσει σε αυτούς… Όταν δεν ουρλιάζω πια, μέσα μου και έξω μου, θα έχω πλέον γίνει σαν κι αυτούς… Αν πάψω να σε ψάχνω, Θεέ μου, για να τα σώσεις, θα έχουν όλα τελειώσει… Αν σωπάσεις, θα τα ακούσεις να κλαίνε…

Για την φωτογραφία: Έψαξα αρκετά για να βρω μια φωτογραφία που να μην δείχνει πόνο και δυστυχία… Δυσκολεύτηκα πολύ… Ήρθα αντιμέτωπη με όλες αυτές τις φωτογραφίες που με θλίβουν και μου προκαλούν όλα αυτά τα συναισθήματα για τα οποία έγραψα λίγο πριν… Για άλλη μια φορά βούρκωσα… Έπεσα πάνω σε αυτήν. Τρία παιδάκια… Μέσα στη λάσπη, την ερημιά, τα χαλάσματα, τα συντρίμμια… Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η φωτογραφία μου δίνει ελπίδα… Φοβούνται, το βλέπω στο πρόσωπό τους… Είναι σκυφτά… Αλλά περπατάνε… Το ένα δίπλα στο άλλο… Μετράνε τα βήματά τους… Και πάνε κάπου… Βλέπουν μάλλον το λιβάδι και τον ήλιο… Και έρχονται… Το μεσαίο κοριτσάκι κιόλας, νομίζω, χαμογελάει… Πλησιάζουν άραγε; Όσα και να τους κάνουνε, όσο κι αν τα βασανίζουν, ένα ξέρω… Αυτά ξέρουν και θα βρίσκουν πάντα τον τρόπο να γελάνε, μέσα τους, βαθιά στις ψυχούλες τους… Και να ελπίζουν… Και να βλέπουν το λιβάδι, να ονειρεύονται τα παιχνίδια, τις αγκαλιές, τα χάδια, την ευτυχία, την ειρήνη… όλα αυτά που στερήθηκαν, αλλά τους ανήκουν…
***
Μπροστά σ'  'ολο αυτό τι να πει κανείς...
Απλά σιωπάς, και αφήνεις στην καρδιά σου να κυλήσει ένα πικρό δάκρυ...
για όσα δεν μπορείς να κάνεις...
"Βάλε το χέρι Σου Θεέ μου... γι' αυτά τα παιδιά ..."










Δεν υπάρχουν σχόλια: